- ῥαφανῖδας
- ῥαφανίςradishfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
DONATIONES Scenicae — olim in auro fiebant, accipiebantqueve Histriones, praeter mercedem Lege definitam aut pacto convento, loco antiquarum coronarum scenicarum, quae viles admodum erant, coronas ex auro, item argento, uti quidem Casaub. monet ad Lamprid. in Alex.… … Hofmann J. Lexicon universale
ράφα — ἡ, Α (δωρ. τ.) μεγάλο ρεπάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ύπαρξη ενός δωρ. τ. ῥάφα / ῥάφη, στον οποίο οδηγεί πιθ. το χωρίο τού Ησύχ.: Τρύφων δὲ φησι παρὰ Δωριεῦσι τὰς μικρὰς ῥαφανῖδας λέγεσθαι, τὰς δὲ μεγάλας ῥάφας, παραμένει αμφίβολη και πιθ. ο τ. ῥάφας στο… … Dictionary of Greek
ραφανία — η, Ν δηλητηρίαση από σπέρματα ραφανίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ράφανος. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιω. Ορλάνδο] … Dictionary of Greek
ραφανίδα — η / ῥαφανίς ίδος, ΝΜΑ, και ῥεφανίς ΜΑ 1. γένος, κατά τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας βρασσικίδες ή σταυρανθή με φαγώσιμη σαρκώδη ρίζα, με έντονη και καυστική γεύση, σημαντικότερα είδη τού οποίου… … Dictionary of Greek
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek